- οπτήρας
- ο (Α ὀπτήρ)νεοελλ.ναυτ. ναύτης-σκοπός στον ιστό πλοίου που έχει την αποστολή να εποπτεύει τη θάλασσα και τον ορίζοντα ώστε να εντοπίζει έγκαιρα άλλα πλοία, σημεία ξηράς, ενδεχόμενους άλλους κινδύνουςαρχ.1. αυτός που κατοπτεύει, σκοπός ή κατάσκοπος («ὀπτῆρας δὲ κατὰ σκοπιὰς ὤτρυνα νέεσθαι», Ομ. Οδ.)2. αυτός που είδε, που αντιλήφθηκε κάτι με τα μάτια του, αυτόπτης μάρτυρας («πεμψάντων δὲ καὶ ὀπτῆρας ὧν πράττομεν», Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οπ- (βλ. λ. όπωπα) + επίθημα -τήρ (πρβλ. τιμωρη-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.